βατός

βατός
I
Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου.
II
Ονομασία τριών οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται βόρεια της Κανδήλας και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 467 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στα δυτικά παράλια του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρελίων του νομού Κερκύρας.
* * *
-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) [βαίνω]
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάτος — 1 bramble fem nom sg βάτος 2 fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατός — passable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • βάτος — ο πληθ. οι βάτοι και τα βάτα 1. η βατομουριά. 2. κάθε θάμνος με αγκάθια: Μάτωσα τα πόδια μου στα αγκάθια των βάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατός — ή, ό αντιθ. άβατος αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασχίσει, να διαβεί, ο διαβατός: Το μονοπάτι στο βουνό είναι κακοτράχαλο αλλά βατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βατά — βατός passable neut nom/voc/acc pl βατά̱ , βατός passable fem nom/voc/acc dual βατά̱ , βατός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατόν — βατός passable masc acc sg βατός passable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτε — βάτος 1 bramble fem voc sg βάτος 2 fish masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτοι — βάτος 1 bramble fem nom/voc pl βάτος 2 fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτους — βάτος 1 bramble fem acc pl βάτος 2 fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”